λαμαρκισμός — ο βιολ. εξελικτική θεωρία που διατυπώθηκε από τον Γάλλο φυσιοδίφη Λαμάρκ, σύμφωνα με την οποία, πρώτον, η ανάγκη δημιουργεί το απαραίτητο όργανο ενώ η χρήση τό δυναμώνει και τό αυξάνει και η αχρηστία επιφέρει την ατροφία και, τελικά την εξαφάνισή … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
Δαρβίνος, Κάρολος Ροβέρτος — (Charles Robert Darwin, Σρούσμπερι 1809 – Ντάουν 1882). Άγγλος φυσιοδίφης. Αφού συμπλήρωσε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια του Εδιμβούργου και του Κέιμπριτζ, από το 1831 έως το 1836 συμμετείχε ως φυσιοδίφης σε ένα μεγάλο ταξίδι με το πλοίο… … Dictionary of Greek
Λαμάρκ, Ζαν Μπατίστ Πιερ Αντουάν ντε Μονέ ντε- — (Jean Baptiste Pierre Antoine de Monet de Lamarck, Μπαζαντέν 1744 – Παρίσι 1829). Γάλλος φυσιοδίφης. Προοριζόταν να γίνει ιερωμένος, κατατάχθηκε όμως στον στρατό και σπούδασε ιατρική στο Παρίσι. Ο Λ. αφιερώθηκε στη μελέτη διαφόρων κλάδων της… … Dictionary of Greek